- φαγεντιανός
- φαγεντιανός, -ή, -ό και φαβεντιανός, -ή, -ό1. αυτός που προέρχεται από τη γαλλική πόλη Φαγιάνς ή από την ιταλική πόλη Φαέντσα (άλλοτε Φαβεντία).2. κεραμικά προϊόντα με στιλπνή ζωγραφισμένη ή βερνικωμένη επιφάνεια ή με ανάγλυφη σμαλτωμένη διακόσμηση: Φαγεντιανή τέχνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.